- εξανδραπόδισις
- (-εως) η , εξανδραπόδισμός ο порабощение, закабаление, полное подчинение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἐξανδραποδίσιος — ἐξανδραπόδισις selling into slavery fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξανδραπόδιση — και ανδραπόδιση, η (Α ἐξανδραπόδισις) [εξανδραποδίζω] το να καθιστά κανείς κάποιον δούλο, η πώληση ενός ατόμου ως δούλου … Dictionary of Greek